Η παράσταση "Βασιλιάς Ληρ", ανεβασμένη από το Εθνικό Θέατρο και την Κεντρική Σκηνή, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά αποτελεί μία διαφορετική σύλληψη, που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον θεατή που τολμάει να σκεφτεί πέρα από τα καθιερωμένα.
Το γνωστό, κλασικό έργο ανήκει στο είδος της τραγωδίας και έχει γραφτεί το 1608 από τον Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Πραγματεύεται, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της εξουσίας, αλλά και της φθοράς που επιφέρει η απώλεια αυτής. Βασισμένο στη μετάφραση του Διονύση Καψάλη, αποτελεί μία παράσταση με ιδιάζουσα μορφή και ενδιαφέρον καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Χωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια, κάτι που βοηθά τον θεατή να αντιληφθεί τη σειρά των γεγονότων. Στη σκηνή, καθ' όλη τη διάρκεια του έργου και της "διαδρομής" των κεφαλαίων αυτών, βρίσκονται δύο χειριστές κάμερας, οι Sibylle Meder και Δημήτρης Παπαδόπουλος. Αυτό σημαίνει ότι βλέπουμε τους ηθοποιούς και ταυτόχρονα τους βλέπουμε και σε video wall. Στην παράσταση δηλαδή, γίνεται χρήση του live video από την αρχή ως το τέλος. Γίνεται αντιληπτός ο στόχος του σκηνοθέτη να δημιουργήσει ένα σύμπαν ιδιόμορφο και κάπως απροσδιόριστο πάνω στη σκηνή και να συγχέεται το πραγματικό με το πλασματικό, ωστόσο ενδεχομένως θα ήταν προτιμότερο η χρήση του video να περιοριζόταν σε λιγοστές σκηνές. Η τεχνική αυτή αναδεικνύεται περισσότερο σε μία συγκεκριμένη σκηνή, όπου οι συμμετέχοντες βρίσκονται στο υπόγειο επίπεδο, διότι τότε το βλέμμα και η σκέψη του θεατή επικεντρώνονται μόνο στην εικόνα του video. Αντίθετα, τις στιγμές που βλέπουμε τους ηθοποιούς και το video ταυτόχρονα, είναι κάπως δύσκολο μερικές φορές να εστιαστεί η προσοχή σε ένα από τα δύο.
Επιπλέον, στη σκηνή είναι παρόντες και τρεις μουσικοί, που αποτελούν μία τριμελή μπάντα, με τους Gary Salomon, Νίκο Λιάσκο και Βαγγέλη Παρασκευαΐδη. Ο θίασος της παράστασης αποτελείται από μία πλειάδα εξαιρετικών ηθοποιών (καταξιωμένων και νεότερων). Στον πρωταγωνιστικό ρόλο του βασιλιά Ληρ βρίσκεται ο Γιάννης Νταλιάνης, ο οποίος είναι εξαιρετικός στις εκφραστικές του ικανότητες, ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς ότι για ορισμένο χρονικό διάστημα τον βασιλιά υποδυόταν ο συνάδελφός του Λεωνίδας Κακούρης. Σε ένα θεατρικό έργο-πόνημα που περιστρέφεται γύρω από εκείνον, το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να του αποδόσουμε τα εύσημα για την καταπληκτική προσπάθεια και απόδοσή του.
Η παράσταση ξεκινάει με τη διαίρεση του βασιλείου. Ο βασιλιάς, λοιπόν, μοιράζει το βασίλειό του στις τρεις κόρες του. Η μεγάλη είναι η Γκόνεριλ (Αλεξία Καλτσίκη), η δεύτερη κόρη η Ρίγκαν (Ανθή Ευστρατιάδου) και η τρίτη, η μικρότερη είναι η Κορντέλια (Ιωάννα Κολλιοπούλου). Ο βασιλιάς δίνει κάποια μερίδια στις δύο πρώτες κόρες, οι οποίες χρησιμοποιούν την κολακεία προς εκείνον και αποκληρώνει την τρίτη κόρη με απολυτότητα και αυστηρότητα, εμμένοντας στην απόφαση να την αποκληρώσει και να την εξορίσει.
Και οι τρεις κόρες έχουν εμφανές ταλέντο και δύναμη στη σκηνή, η καθεμία με βάση τα χαρακτηριστικά στοιχεία του ρόλου της. Οι δυο πρώτες κόρες παρουσιάζονται πιο πονηρές και ραδιούργες, ενώ η Κορντέλια ενσαρκώνει την αθωότητα, ούσα μία μορφή αέρινη, σχεδόν σαν μία νεραιδα. Ένας άλλος αξιόλογος ηθοποιός που εμφανίζεται στη σκηνή και επίσης, ξεχωρίζει για τη δυναμική που αποτυπώνει στον ρόλο του είναι ο Γιώργος Παπαγεωργίου, που υποδύεται τον Έντμοντ. Ο Έντμοντ είναι ο νόθος γιος του Γκλόστερ, πιστού ακολούθου του βασιλιά. Ο Γκλόστερ (Ερρίκος Λίτσης) έχει έναν ακόμη γιο, τον Έντγκαρ, τον οποίο υποδύεται ο Αργύρης Ξάφης. Με μία αμφίεση που παραπέμπει σε αυτή του Έλβις Πρίσλεϊ, ο Γιώργος Παπαγεωργίου υποδύεται, λοιπόν, τον νεαρό γιο που βάζει ως στόχο να έχει την εύνοια του πατέρα.
Ο Ερρίκος Λίτσης βάζει τα δυνατά του και φέρνει σε πέρας τον ρόλο που του αποδόθηκε. Τον δεύτερο γιο του, τον Έντγκαρ, τον υποδύεται ο Αργύρης Ξάφης. Τα ρούχα που φοράει και οι κινήσεις του, που παραπέμπουν σε κινήσεις ζώου, δεν αναδεικνύουν τόσο το ταλέντο του. Συνεχίζοντας, άξιος αναφοράς είναι ο Μίνως Θεοχάρης, ο οποίος υποδύεται τον τρελό, επαγγελματία γελωτοποιό του Ληρ. Πιστός ακόλουθός του, βρίσκει πάντα μία ιδιαίτερη και αλλόκοτη φράση για να περιγράψει με τον δικό του τρόπο όσα συμβαίνουν στο βασίλειο. Ξεχωρίζει για τις ικανότητές του επί σκηνής, ωστόσο όσον αφορά την ιδιαίτερη ενδυμασία του, αυτή δημιουργεί κάποιες αμφιβολίες σε σχέση με τον στόχο της.
Μία άλλη εύστοχη προσθήκη στον θίασο είναι ο Αλέκος Συσσοβίτης (Δούκας του Κόρνουολ). Του είχε ανατεθεί ένας μικρός ρόλος, στον οποίο όμως μπόρεσε να ανταποκριθεί πολύ καλά. Ώριμος υποκριτικά και γνωστός για το ταλέντο και τη δύναμή του επί σκηνής, μάς συστήνεται τώρα ως γοητευτικός Δούκας. Καθώς εκτυλίσσεται πλοκή, αποδεικνύεται ότι οι δύο πρώτες κόρες προσπαθούν να εξαπατήσουν τον πατέρα τους -ο οποίος, όντας ηλικιωμένος πλέον "χάνει" σιγά σιγά τα λογικά του- και να του αφαιρέσουν κάθε αρμοδιότητα από το βασίλειο.
Τελικά, φανερώνεται ότι η μόνη που τον αγαπούσε πραγματικά ήταν η μικρή κόρη, η Κορντέλια. Στο τέλος, παρακολουθούμε μια υπέροχη σκηνή μεταξύ εκείνης και του βασιλιά, την οποία υποβοηθά η πολυεπίπεδη σκηνογραφία του υπέροχου κτηρίου Τσίλλερ. Πρόκειται για μία σύμπραξη αισθαντική, δημιουργική και βαθιά συγκινητική. Κατά την άποψή μου, αυτό είναι και το highlight ολόκληρης της παράστασης. Επίσης, ο θεατής βιώνει ευχάριστα συναισθήματα, καθώς λαμβάνει τέλος η αγωνία για την τύχη του βασιλιά.
Εν κατακλείδι, παρακολουθώντας την παράσταση αυτή, αισθάνομαι ότι προβληματίστηκα για ζητήματα σχετικά με την οικογένεια, τις αδελφικές σχέσεις, αλλά και την εξουσία. Στόχος του σκηνοθέτη και των συνεργατών του είναι να μας μυήσει στο "σύμπαν" που δημιουργείται, μέσα από το οποίο γινόμαστε μάρτυρες των σκέψεων του βασιλιά Ληρ. Παρά τις αστοχίες που ενδεχομένως υπήρξαν, είναι μια παράσταση που προτρέπει τους μυημένους θεατές να αισθανθούν και να βιώσουν τη μυσταγωγία της.
Μαρία Ουρανία Καραμέτα
Επί πτυχίω φοιτήτρια Τμήματος Θεατρικών Σπουδών ΕΚΠΑ
コメント