Review: Η «Μητέρα του σκύλου», στην πληγωμένη «μετά-Ελλάδα» | Καλοκαιρινή περιοδεία
- Απόστολος Ιωαννίδης
- 24 Ιουλ
- διαβάστηκε 2 λεπτά

Ύστερα από μια επιτυχημένη, χειμερινή σεζόν, η θεατρική παράσταση «Η μητέρα του σκύλου» πρόσφατα εγκαινίασε την καλοκαιρινή της περιοδεία. Τη δραματοποίηση του έργου του Παύλου Μάτεσι, διά χειρός Υρούς Μανέ και Κατερίνας Γιαννάκου, σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη, παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη» να «μιλάει» με λαοφιλή ντομπροσύνη για μελανές αποχρώσεις της νεοελληνικής, ιστορικής «παλέτας», μέσα από τον βίο μιας ιδιαίτερης ηρωίδας.
Η Ρουμπίνη - γνωστή ως Ραραού - είναι μια θεατρίνα της μεταπολεμικής επιθεώρησης, με διάθεση να εξιστορήσει την πολυτάραχη ζωή της. Τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής, η σχέση της με τους γονείς της και οι τραυματίες εμπειρίες ενός αδυσώπητου πολέμου «σφυρηλατούν» τον ψυχισμό της Ραραού, που ισορροπεί ανάμεσα στον δυναμισμό και την ευθραυστότητα, την εξυπνάδα και την τρέλα, την απόλυτη ευθυμία και την απόλυτη θλίψη.Η σκηνοθεσία του Κώστα Γάκη ανταμείφθηκε από το ίδιο το κοινό, που «ενώθηκε» ψυχικά με την ιστορία της ηρωίδας του έργου, συναισθανόμενο κάθε της σκέψη και κάθε της συναίσθημα.
Ο σκηνοθέτης άφησε ελεύθερο το ίδιο το έργο του Μάτεσι να «αλληλεπιδράσει» με τους θεατές, αποδεικνύοντας ότι η εν λόγω παράσταση δε συνιστά παράδειγμα ενός σύνθετου υπερθεάματος με καινοτόμα, δραματουργικά και αισθητικά στοιχεία, αλλά προσφέρει ένα απλό και συνάμα πολυδύναμο βίωμα στην ελληνική, λαϊκή καρδιά του κοινού, μιλώντας του με τη γλώσσα, που καταλαβαίνει, κι ας μην είναι η πιο καλλιεπής, ούτε η πιο μοντέρνα.

Η σκηνική αποτύπωση του πλαισίου δράσης της Ραραού, ειδικά μέσω της σκηνογραφίας της Άσης Δημητρολοπούλου, των κοστουμιών της Χαράς Τσουβαλάς και της διάνθισής του με τις πρωτότυπες, μουσικές συνθέσεις του Σταμάτη Κραουνάκη (μουσικοί επί σκηνής οι εξαίρετοι Δημήτρης Κίκλης, Γρηγόρης Λάζογλου και Γιάννης Αλαγιάννης) εξέπεμψαν την αισθητική μιας επιθεωρησιακής, «μπουλουκτζίδικης» εποχής, ο αυθορμητισμός και η γνησιότητα της οποίας «αγγίζουν» τις ρίζες των δικών μας καταβολών, ως νέο-Ελλήνων.
Αναλαμβάνοντας τον πολυσύνθετο ρόλο της Ραραούς στο προσωποπαγές αυτό έργο του Μάτεσι, η Υρώ Μανέ κατόρθωσε να υπηρετήσει με συνέπεια και ερμηνευτική ευστοχία τον ψυχισμό της ηρωίδας της. Οι θεατές παρατήρησαν μια οικεία και αγαπημένη προς αυτούς σκηνική προσωπικότητα, όπως αυτή της ηθοποιού, να «ντύνεται» τον ρόλο που αντιπροσωπεύει, αποκαλύπτοντας περαιτέρω εκφάνσεις της υποκριτικής της δεινότητας.
Αναφορικά με τους υπόλοιπους ηθοποιούς, ιδιαίτερη μνεία μπορεί να δοθεί στον Σπύρο Μπιμπίλα για την «πλαστικότητα» των εκφραστικών του μέσων, στην Τάνια Τρύπη για το «σαρωτικό» της εκτόπισμα, ως αντιστασιακή Κανέλλω, στον Γιάννη Βασιλώττο, που υποδύθηκε μικρούς, αλλά χαρακτηριστικούς ρόλους του έργου με χαρισματική αμεσότητα, και στη Νικόλ Δημητρακοπούλου που ερμήνευσε τον ρόλο της μητέρας της Ραραούς, «ξεδιπλώνοντας» τις βαθιές ανησυχίες και ανασφάλειες μιας άπορης μητέρας, ο φόβος της οποίας για την ευημερία των παιδιών της την οδηγεί σε αυτοκαταστροφικές και ευτελιστικές αποφάσεις.
Τον θίασο συναποτελούσαν, επίσης, οι αξιοσημείωτοι Παναγιώτης Μπουγιούρης, Νίκος Ορφανός, Μαριαλένα Ροζάκη, Ειρήνη Θεοδωράκη, Νατάσα-Φαίη Κοσμίδου, Στράτος Νταλαμάγκος, Γιώργης Παρταλίδης.
Η «μητέρα του σκύλου» είναι αδιαμφισβήτητο ότι παρουσίασε έμπρακτα τις βαθύτερες ανάγκες του νεο-ελληνικού κοινού. Όντας απαυγάσματα μιας πονεμένης πατρίδας, οι θεατές της τωρινής «μετά-Ελλάδας», που παρακολούθησαν την παράσταση, είχαν την ανάγκη να συνδεθούν με τη Ραραού, ως ένα ενδότερο κομμάτι της δικής τους ταυτότητας.
Επρόκειτο όχι για ένα ρηξικέλευθο θέαμα καλλιτεχνικής και σκηνικής ολκής, αλλά μια απτή απόδειξη της ισχύος, που εμπεριέχεται στη θεατρική επικοινωνία, μεταξύ θεατή και θεωμένου.





