top of page

Συνέντευξη | Η θεατρική οικογένεια Αμίρι μας μιλάει για «Το αγόρι με τις δύο καρδιές»

Πριν κάποιες μέρες, είχαμε τη μεγάλη χαρά να βρεθούμε στη σκηνή του θεάτρου Άλμα και να συνομιλήσουμε με τους πρωταγωνιστές της παράστασης «Το αγόρι με τις δύο καρδιές». Κάναμε μια ουσιαστική και απολαυστική συζήτηση σχετικά με το έργο, τις σκέψεις και τα συναισθήματα που μας προκάλεσε η ιστορία του Χουσέιν, του αγοριού με τις δύο καρδιές, και της οικογένειάς του, της οικογένειας Αμίρι.


Θέατρο, Το αγόρι με τις δύο καρδιές
Φωτ.: Ασημένια Γαλάνη

Αρχικά, ξέροντας ότι είναι μια αληθινή ιστορία, πώς είναι και πώς νιώθετε που παίζετε μια αληθινή ιστορία με υπαρκτούς χαρακτήρες και δη αυτή συγκεκριμένα; 


Γιώργος Ψυχογιός: Είναι πολύ δύσκολο, γιατί δεν είναι ένα κλασικό κείμενο που έχει παιχτεί και ξαναπαιχτεί και γνωρίζουμε την πορεία του ρόλου ή την ιστορία του. Εδώ είναι μια ιστορία με αλήθεια, αίμα και πόνο και ανάλογη θα πρέπει να είναι και η υποκριτική της και οι υποκριτές της εννοώ. Καμία έκπτωση όσον αφορά το συναίσθημα και την αλήθεια, γιατί η αλήθεια και η ζωή δεν παίζεται. Είναι αυτή. Αυτή είναι η διαφορά, γιατί ας πούμε σε ένα κλασικό κείμενο, σε ένα Μολιέρο, σε έναν Σαίξπηρ, σε έναν Στρίντμπεργκ, μπορεί να έχουν προηγηθεί ερμηνείες που η καθεμιά έχει το δικό της ανέβασμα. Εδώ είναι πρωτόλεια τα πράγματα, είναι ενστικτώδη.


Βγάζει πολύ αλήθεια η παράσταση, θεωρώ. Επειδή έτυχε να την παρακολουθήσω, το πιο βασικό της στοιχείο είναι η αλήθεια και κανένας μελλοδραματισμός...


Βασίλης Τριανταφύλλου: Της αλήθειας γενικότερα...


Ναι. Δηλαδή αποτυπώνει τα πράγματα όπως είναι, χωρίς δραματικές υπερβολές και επιπλέον χωρίς να προσθέτει αναληθή στοιχεία.  


Έλενα Μαρσίδου: Στην αποστασιοποίηση θες να πεις.

Βασίλης Τριανταφύλλου: Αυτό έχει να κάνει με την προσέγγιση του κάθε ηθοποιού ή του σκηνοθέτη και ανάλογα με την καθοδήγηση του τελευταίου. Εγώ είμαι της άποψης ότι όλα τα θεατρικά έργα βασίζονται σε αληθινά γεγονότα, τουλάχιστον τα περισσότερα. Αυτό που καθιστά συγκινητικό το δικό μας έργο είναι ότι αυτή τη στιγμή, αυτή την περίοδο, είναι εν ζωή οι ήρωες που υποδυόμαστε. Δηλαδή όλα τα έργα ας πούμε βασίζονται σε μια αληθινή ιστορία, σε αλήθειες γενικότερα, απλά οι συγγραφείς ή οι ήρωες έχουν φύγει από τη ζωή. Οπότε αυτό το κρατάει σε μια απόσταση. Αυτή τη στιγμή οι συγγραφείς και οι πρωταγωνιστές είναι εν ζωή. Αυτό βιώσαμε κι εμείς στην επίσημη πρεμιέρα που ήρθαν οι συγγραφείς, η οικογένεια δηλαδή, το οποίο ήταν κάτι πολύ συγκινητικό για εμάς, να βλέπεις ότι αυτός που υποδύεσαι είναι κάτω και σε παρακολουθεί! Αυτή είναι η μόνη διαφορά σε σχέση με τα άλλα έργα, καμία άλλη. Ήταν κάτι το οποίο βιώσαμε τόσο έντονα, τόσο δυνατά, γνωρίζοντας ότι αυτή η ιστορία είναι πρόσφατη, δεν είναι πολλά χρόνια που έχει συμβεί. Αυτοί οι άνθρωποι είναι δίπλα μας σε όλο αυτό το ταξίδι, από τη στιγμή που ξεκινήσαμε αυτό το έργο και συνεχίζουν να είναι δίπλα μας, υπάρχει επικοινωνία και αυτό το καθιστά συγκινητικό. Απλά θεωρώ ότι όλα τα έργα βασίζονται σε αληθινά γεγονότα οπότε δεν είναι κάτι διαφορετικό.


Χρήστος Διαμαντούδης: Και πόσω μάλλον όταν είπαν και οι ίδιοι, επειδή είδαν κι αυτοί την παράσταση, το πόσο συχνά έχουμε την ευκαιρία να ξαναβλέπουμε όλη την οικογένεια μαζί. Όταν οι ίδιοι γυρνάνε και σου λένε αυτό, από τη στιγμή που ο ένας αδελφός έχει πεθάνει, τότε καταλαβαίνεις το πόσο μετράει ακόμα και αυτό.


Άρα όλοι οι ήρωες είναι εν ζωή, εκτός από τον Χουσέιν;


Βαγγέλης Ζάπας: Και οι γονείς ζουν, μόνο ο Χουσέιν έχει πεθάνει.


Ήρθαν και οι γονείς στην παράσταση;


[όλοι]: Ναι.

Χρήστος Διαμαντούδης: Εκτός από τη μαμά που δεν άντεχε να έρθει να το δει.

Βαγγέλης Ζάπας: Έκατσε στο ξενοδοχείο.

Χρήστος Διαμαντούδης: Ήρθε στην Ελλάδα, δεν ήρθε στην παράσταση.


Άρα τους γνωρίσατε όλους...


Έλενα Μαρσίδου: Εκτός από τη μαμά.

Γιώργος Ψυχογιός: Μάλιστα, είχε τη φαεινή ιδέα ο σκηνοθέτης να τους ανεβάσει κιόλας στη σκηνή. Ο κάθε ρόλος δηλαδή να κατέβει και να φέρει τον χαρακτήρα του, εγώ να φέρω τον μπαμπά δηλαδή. Και διαμήνυσε η οικογένεια ότι δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνει αυτό, εκτός από τα δύο παιδιά τα οποία ήταν εξοικειωμένα, ιδίως ο Χάμεντ, ένας Άγγλος που εξελίχθηκε πολύ σε σχέση με το πώς ήταν παλιά.

Χρήστος Διαμαντούδης: Ναι, με πολύ σωστό λόγο, πολύ ακαδημαϊκό λόγο.

Γιώργος Ψυχογιός: Ήταν όμως δυσβάσταχτο και είχαν έρθει και την προηγούμενη μέρα και δεν ανέβηκαν να δουν την παράσταση. Ήταν γεμάτο το θέατρο την Κυριακή, Δευτέρα έγινε η επίσημη πρεμιέρα που ήταν καλεσμένοι. Θυμάμαι καθόντουσαν πίσω και ανεβαίνει ο Τάκης (Τζαμαργιάς), ο σκηνοθέτης, να μιλήσει και μας λέει «μη σοκαριστείτε, είναι τα παιδιά πίσω και κινηματογραφούν την υπόκλιση». Και κάνω έτσι και όντως τους αναγνώρισα, ήταν κάτω και φωτογράφιζαν. Αλλά είχαν έρθει πολύ νωρίτερα και καθόντουσαν κάτω – στην είσοδο. Δεν ήθελαν να έχουν επαφή με την παράσταση πριν τη δουν ολόκληρη. Και ήταν πολύ συγκινητικό.




Μιλάγατε και κατά τη διάρκεια των προβών μαζί τους, για συμβουλές, για κάποιο κομμάτι της ιστορίας κλπ;


Γιώργος Ψυχογιός: Τους κάλεσε η παραγωγή, τους ενημέρωσε μάλλον. Αυτοί μάλλον κατάλαβαν ότι ανεβαίνει το έργο στην Ελλάδα, αλλά δεν υπήρχε επικοινωνία για το πώς θα το ανεβάσουμε κλπ. Εδώ, ήθελα να συμπληρώσω πριν, όσον αφορά το ανέβασμα, ότι δε σηκώνει μοντερνισμούς. Δηλαδή έναν Σαίξπηρ μπορείς να τον δεις με φιδίσια κουστούμια. Εδώ πρέπει να αναπαραστήσεις τους ανθρώπους αυτούς, την εποχή εκείνη, τη χρονιά εκείνη και την ιστορία.


Ακούστηκε έντονα το κείμενο, η ιστορία...


Χρήστος Διαμαντούδης: Η ιστορία, όχι το κείμενο. Έχει διαφορά. Η ιστορία περνάει στον κόσμο, γιατί το κείμενο άμα δεν το πάρει κάποιος να το ζωντανέψει...

Γιώργος Ψυχογιός: Το κείμενο, όπως λέει και ο σπουδαίος Βασίλης Παπαβασιλείου, είναι κείμαι. Κάθομαι, ξαπλωμένος. Το κείμενο λοιπόν αναβιώνει και ξυπνάει μέσω της υπόκρισης.

Χρήστος Διαμαντούδης: Το πιο δύσκολο νομίζω σε αυτό το έργο είναι ότι η ζωή μας ξεπερνάει έτσι κι αλλιώς, σε σχέση με το θέατρο. Το ότι, λοιπόν, η ζωή μας ξεπερνά, ήδη το καθιστά δύσκολο. Οπότε, από κει και πέρα, εμείς καλούμαστε σε κάθε παράσταση να ανέβουμε εδώ πάνω με την αλήθεια μας, με ό,τι αυτό σημαίνει για τον καθένα και, προφανώς και με την καθοδήγηση του σκηνοθέτη, να φέρουμε όσο το δυνατόν εις πέρας την αλήθεια της σκηνής με την αλήθεια της πραγματικότητας και με αυτά που έχουν γίνει σε αυτή την οικογένεια.

Βαγγέλης Ζάπας: Επίσης, το δύσκολο που έχει αυτό το έργο είναι ότι, επειδή είναι πραγματική ιστορία, τα παιδιά (οι συγγραφείς του έργου) το κατέγραψαν ακριβώς όπως το ζήσανε, χωρίς καμία ωραιοποίηση και μη βάζοντας κάποια στοιχεία πιο αιχμηρά για να είναι θεατρικά "ιντριγκαδόρικο". Το δύσκολο, λοιπόν, και το στοίχημα για εμάς τους ηθοποιούς και τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Τάκη (Τζαμαργιά) ήταν το να μη γίνει αυτό το έργο ντοκιμαντέρ. Γιατί θα είχε αυτό τον κίνδυνο να γίνει ντοκιμαντέρ. Και σε αυτό είναι που θεωρούμε εμείς ότι έχει πετύχει αυτή η παράσταση, ότι δηλαδή είναι μια ιστορία που και εμάς τους ίδιους μας αφορά να την ακούσει ο κόσμος και η διαφορά από τα άλλα θεατρικά έργα που δεν προέρχονται από πραγματικό γεγονός. Παρένθεση, εμάς η δουλειά μας ούτως η άλλως είναι να είμαστε παραμυθάδες. Λέμε ένα παραμύθι σε κάποιους ανθρώπους, μια ιστορία στο κοινό. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι ένα παραμύθι κι εκεί ήταν το δύσκολο. Ήταν ακριβώς μια ζωή ανθρώπων που, πέρα από την έρευνά σου ως ηθοποιός και εμείς ως ομάδα πέρα από την έρευνα που κάναμε, πέρα από τη ζωή των ανθρώπων αλλά ακόμα και για τους πρόσφυγες και μη θέλοντας να θίξουμε όλο αυτό το ζήτημα του τεράστιου ταξιδιού του προσφυγικού, της σκληρότητας του πράγματος, δεν θα καταφέρναμε κάθε βράδυ το μισό και θέατρο να φεύγει συγκινημένο, κλαμένο, εξοργισμένο με το τι περνάνε αυτοί οι άνθρωποι, ως προς την πολιτεία εννοώ. Νομίζω ότι το στοίχημα το έχουμε καταφέρει και το βλέπουμε στους ανθρώπους από τον τρόπο που αντιδρούν και περιμένοντάς μας κάτω να μας πουν το πώς τους άλλαξε μία ματιά ή πώς τους ενίσχυσε την ήδη υπάρχουσα ματιά τους.


Θέατρο, Το αγόρι με τις δύο καρδιές
Φωτ.: Ασημένια Γαλάνη

Πήρατε από κάπου ερεθίσματα για να παίξετε αυτούς τους χαρακτήρες, πέρα από το ότι παίζετε αληθινούς χαρακτήρες; Βλέποντας ή μιλώντας με πρόσφυγες για παράδειγμα;


Βαγγέλης Ζάπας: Ναι. Μέσα στην έρευνά μας μιλήσαμε με πρόσφυγες. Είδαμε σειρές ή ταινίες, οι οποίες έχουν να κάνουν με το προσφυγικό κι είναι και αληθινές ιστορίες, όπως το «Stateless», που παίζεται στο Netflix. Είναι μια Αυστραλιανή παραγωγή που είναι πάνω σε αληθινή ιστορία, σε μια δομή προσφύγων και βλέπεις από τη ματιά όλων, δηλαδή κι απ’ τον πρόσφυγα κι απ’ το φύλακα, διάφορες παράλληλες ιστορίες αληθινές. Διαβάσαμε από μια ακτιβίστρια πρόσφυγα από το Αφγανιστάν στην Ελλάδα, την Parwana Amiri, που τυχαίνει να έχει και το ίδιο επώνυμο με τους συγγραφείς, τα γράμματα από τη Ριτσώνα. Έγραψε ένα πολύ συγκινητικό βιβλίο με αληθινές μαρτυρίες ανθρώπων από κει μέσα, την κατάσταση που επικρατεί εκεί και πόσο η πολιτεία δεν βοηθάει αυτούς τους ανθρώπους, αλλά το αντίθετο, ή τη δομή να έχει ανθρωπιστικό χαρακτήρα και να εντάξει αυτούς τους ανθρώπους. Η έρευνά μας ήταν μια ολιστική προσέγγιση ως προς τον πρόσφυγα.

Έλενα Μαρσίδου: Ειδικά εσύ ξέρεις καλά την επαφή και την πολύχρονη εμπειρία που έχω με τους πρόσφυγες... Όμως είχα εμπειρία πιο πολύ από πρόσφυγες, ασυνόδευτους ανήλικους μετανάστες, κυρίως αγόρια, γιατί αυτά αποτελούν και το κεφάλαιο της οικογένειας σε μεγάλο βαθμό. Είναι δηλαδή πώς ανοίγει κάποιος μια επιχείρηση και λέει εμείς έχουμε τόσα λεφτά και θα φτιάξουμε ένα μαγαζί; Ε αυτές οι οικογένειες εκεί στο Πακιστάν, στο Αφγανιστάν κι αλλού βάζουν τα χρήματα της οικογένειας, για να στείλουν το ένα παιδί να ταξιδέψει, να φύγει στην Ευρώπη και να τραβήξει πίσω όλη την οικογένεια. Η εμπειρία λοιπόν από αυτούς τους ανθρώπους ήταν μεγάλη κι από κορίτσια σε ανάλογες ηλικίες, αλλά δεν είχα ιδιαίτερες επαφές με γυναίκες πρόσφυγες εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις. Ήρθα λοιπόν σε επαφή με την ΜΚΟ «Μέλισσα» κι εκεί είχα τη χαρά, την τύχη (δεν το λες και τύχη), είχα την τιμή να γνωρίσω κάποιες γυναίκες από το Αφγανιστάν που έχουν φύγει τώρα πρόσφατα, το 2020 με την επικράτηση πάλι των Ταλιμπάν. Υπήρξαν γυναίκες, οι οποίες έφυγαν το 2020 και ήταν σε λίστα θανάτου, όπως αντίστοιχα είναι και η Φαριμπά, η μητέρα των παιδιών στο έργο, και ήδη αυτές έχουν φύγει προς την Ευρώπη. Κάποιες άλλες γυναίκες είναι εδώ στην Ελλάδα. Μία ήταν 4 φορές εκλεγμένη βουλεύτρια στο Αφγανιστάν, γνώρισα την κόρη της. Οπότε εκεί ήρθα λίγο σε επαφή, γιατί είχα απορίες όσον αφορά το έργο, για το ποια ήταν και για το πώς ξαφνικά βγαίνει μια γυναίκα και μιλάει κατά των Ταλιμπάν το 2008. Θεώρησα, δια της αισθήσεως κι από το ίδιο το κείμενο και επιβεβαιώθηκα ερχόμενη σε επαφή μαζί τους και μετά επιβεβαιώθηκα και από τους αδελφούς Αμίρι, ότι όντως αυτή είναι δασκάλα και ότι βγαίνει ένα πρωί στο προαύλιο του σχολείου και βγάζει έναν λόγο κατά των Ταλιμπάν.


Συγκλονιστικός λόγος...


Βαγγέλης Ζάπας: Με χιούμορ ο Χάμεντ μας δήλωσε κιόλας ότι είναι ο αρχηγός της οικογένειας. Αυτή παίρνει τις αποφάσεις. Η μαμά...

Έλενα Μαρσίδου: Ναι, αλλά ότι ο μπαμπάς είναι πάντα υποστηρικτικός. Κι αυτό φαίνεται και πάρα πολύ καθαρά στο έργο. Γιατί, αν ο πατέρας αντιδρούσε, δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει τίποτα απ’ αυτά.


Θέατρο, Το αγόρι με τις δύο καρδιές
Χρήστος Διαμαντούδης, Έλενα Μαρσίδου, Βαγγέλης Ζάπας | Φωτ.: Ασημένια Γαλάνη

Υποστηρίζει ο μπαμπάς, παρ’ ότι ξέρει ότι "θα πάρει η μπάλα όλη την οικογένεια"...


Έλενα Μαρσίδου: Κοίταξε αυτό ήταν μεγάλο ερωτηματικό, αλλά οι αδελφοί Αμίρι μου είπαν ότι η μητέρα δε γνώριζε, γιατί μέσα στο ακροατήριο δεν υπήρχαν άντρες, ήταν μόνο γυναίκες. Οπότε, ουσιαστικά αυτή η γυναίκα προδόθηκε. Δηλαδή προδόθηκε στους Ταλιμπάν. Δεν ήξερε...


Υπήρχαν άντρες δηλαδή;


Έλενα Μαρσίδου: Προφανώς μεταφέρθηκε. Μπορεί κάπως, μ’ έναν τρόπο, δεν ξέρω. Σαφώς πήρε ρίσκο, αλλά δεν είναι ότι ήξερε ευθύς εξαρχής ότι θα φτάσουν τα πράγματα εκεί. Υποψία είχε, αλλά όχι ότι είχε τη βεβαιότητα, οπότε παίρνει αυτό το ρίσκο. Αυτό που θέλω να πω, γιατί ήδη είπα πολλά, μόνο μια φράση. Όταν μιλούσα με τη Ναντίνα, που είναι η πρόεδρος αυτής της καταπληκτικής οργάνωσης, μου είπε ότι είχανε στη «Μέλισσα» γυναίκες από 50 διαφορετικές χώρες. Δεν είχανε όμως Αφγανές. Και κάποια στιγμή μια Αφγανή δημοσιογράφος της είπε να αναλάβουν και Αφγανές γυναίκες και της είπε ότι «θα γνωρίσετε ένα διαφορετικό είδος γυναικών. Οι Αφγανές είναι πάρα πολύ δυνατές και η μόνη γραμματική που γνωρίζουν είναι η γραμματική του πολέμου». Γιατί βιώνουν (πόλεμο) καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Δεν υπάρχουν εν ζωή γυναίκες που να έχουν ζήσει στο Αφγανιστάν σε μια περίοδο ειρήνης.

Γιώργος Ψυχογιός: Επειδή χρησιμοποιήσατε για τον πατέρα τη λέξη "υποστηρικτικός"... Πάντα οι άνδρες μένουν πίσω. Όταν μια σύζυγος μπορεί να πάρει τα πράγματα στα χέρια της, ας πούμε να βγάλει έναν πύρηνο λόγο. Ο μπαμπάς είναι υποστηρικτικός, αλλά, μετά το λόγο της μητέρας, αναλαμβάνει εκείνος να σώσει την οικογένειά του. Αυτός τη φυγαδεύει, αυτός κάνει αυτά τα άθλια σχέδια που πάντα τους ξαναγυρνάνε πίσω. Αυτός περνάει ένα δράμα πολύ δικό του, προσωπικό, ξεκινώντας από την αγάπη και από το δέσιμο της οικογένειας, την αγάπη του προς τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Δεν είναι θέμα υποστηρικτικό, γιατί σε ένα μεγάλο λάθος, αν βαρέσεις μπουνιά στο μαχαίρι, θα τραυματιστείς. Και τώρα μου ‘ρχονται και ατάκες του ρόλου κατά τη διάρκεια του έργου «θα φύγουμε», «δε θα φτάσουμε ως εκεί», «θα βρούμε μια μέση λύση», «η αφορμή είναι το παιδί που πάσχει, αυτό θα είναι ο αγώνας μας». Κι εκεί καταλήγουν οι άνθρωποι. Εμείς εδώ θέατρο κάνουμε. Εμείς δεν μπορούσαμε να παίξουμε. Το ότι είμαστε άρρωστοι όλοι με τα πνευμόνια μας, με το σώμα μας κλπ είναι μια άλλη ιστορία γιατί είναι κατασκευασμένη η παράσταση πολύ δύσκολα. Πάντα οι παραστάσεις έχουν δυσκολία. Αυτή ίσως έχει μια παραπανίσια δυσκολία, είναι και λίγο ζογκλερική. Το σκηνικό πίσω είναι ένα σίδερο. Οι μύες έχουν καεί όλοι. Άμα ανεβοκατεβαίνεις 5 σκάλες συνέχεια. Αλλά ό,τι και να κάνουμε, όσο και να χτυπηθούμε, δεν πρόκειται ποτέ να αναπαραστήσουμε την πορεία μας σε μια στέπα, την αντοχή μας σε ένα κοντέινερ...

Χρήστος Διαμαντούδης: ...την ημιλιπόθυμη κατάσταση μέσα σ’ ένα φορτηγό...

Γιώργος Ψυχογιός: ...στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου... Δεν μπορείς να τα παίξεις αυτά. Αυτό που καταφέραμε εδώ, με τη βοήθεια του σκηνοθέτη μας, είναι να ανοίξουμε μέσα μας και να προτάξουμε τα πολύ δραματικά στοιχεία του έργου, γιατί, ενώ οι σκηνές είναι κινηματογραφικές, έχουμε βρει κάποια πράγματα και χωρίς να υπάρχει κείμενο, κάτι ματιές, κάτι, που σου τρυπάνε την καρδιά. Δεν έχει κείμενο εκεί. Κι αυτό συνέβη στην πορεία της παράστασης.


Αυτές οι σιωπές...


Γιώργος Ψυχογιός: Οι σιωπές, οι αντιδράσεις, οι ματιές, οι κινήσεις, τα αγγίγματα είναι πράγματα που... Αυτή είναι η μαγεία του θεάτρου. Και, επιτρέψτε μου, όση εμπειρία κι αν έχουμε από δομές ή να έχουμε εντρυφύσει στο γεγονός, αν ο ηθοποιός δεν είναι 1000% μέσα σε αυτή την παράσταση, δεν ισχύει τίποτα. Είναι ένα πουλάκι που πετάει, ένας χαρταετός κλπ. Γι’ αυτό ο κόσμος συγκλονίζεται. Και, ίσως γι’ αυτό και να προβληματίζεται. Να έρθει Σάββατο βράδυ ή να λέει "να πάμε κάπου αλλού να χαρούμε"... Έρχονται εδώ και ιδίως πιο ηλικιωμένοι άνθρωποι κλαίνε ή φωνάζουν "μπράβο, τι ήταν αυτό που είδαμε", ή παιδιά τα οποία έρχονται με την αλαφράδα τους και κάθονται παναγίες. Εγώ δεν το ‘χω ξαναδεί. Εγώ έχω και θέμα με τα παιδιά, δεν τα αγαπώ καθόλου σαν ακροατήριο. Γιατί είναι πολύ ατίθασα κι έχουν έρθει για μπάχαλο. Κι έχει τύχει μια φορά να γίνει αυτό.


Έχει τύχει να έρθουν μαθητές στη συγκεκριμένη παράσταση;


Γιώργος Ψυχογιός: Έχουν έρθει 2-3 φορές, δεν είναι πολλές οι φορές. Η μία ήταν εφιαλτική και οι άλλες 3 ήτανε εκκλησία. Πώς γίνεται αυτό, απορώ. Γιατί πάντα έχω μια επιφύλαξη, όταν βλέπω ένα τμηματάκι κάτω που θα ‘ρθει να γιουχάρει εδώ τους ηθοποιούς, γιατί αυτό έχουν μάθει, και μένω ενεός. Λέω, δε συμβαίνει αυτό. Και αυτή είναι η επιτυχία της παράστασης, θεωρώ. Απαντάει πάλι στην αληθινή ιστορία και πώς εστιάζουμε σε μικροπράγματα, τα οποία δεν τα έχει πει ο σκηνοθέτης, τα βρήκαμε εμείς οι ηθοποιοί στην πορεία του έργου. Ο σκηνοθέτης έστησε ένα έργο, πάρα πολύ ωραία, του προτείναμε πράγματα τα οποία τα αποδέχτηκε. Επειδή η παράσταση είναι ένας ζωντανός οργανισμός, προχωράει κι αυτός είναι κι ο σκοπός της, δεν τελειώνει ποτέ. 5 χρόνια να παίζεται, κάθε μέρα διαφορετική παράσταση θα είναι.


Θέατρο, Το αγόρι με τις δύο καρδιές
Φωτ.: Ασημένια Γαλάνη

Αν γνώριζες τον Χουσέιν, τι θα του έλεγες; Τι θα ήθελες να συζητήσεις μαζί του;


Βαγγέλης Ζάπας: 2 ερωτήσεις θα ήθελα να του κάνω. Η πρώτη ερώτηση είναι αυτή που δέχομαι κι εγώ κάθε βράδυ από θεατές μετά την παράσταση. Γιατί δε δέχτηκε να κάνει τη μεταμόσχευση; Γιατί μπορεί να λέει στο έργο, στα αδέλφια του ότι «δεν θα κάνω τη μεταμόσχευση, γιατί αυτή είναι η καρδιά μου, δε θέλω την καρδιά κάποιου άλλου μέσα μου». Εδώ να πω ότι έχουν διαφωνήσει άνθρωποι, που έχουν κάνει μεταμόσχευση και έχουν έρθει στην παράσταση. Έχουν διαφωνήσει κάθετα. Γιατί δε νίκησε η θέληση για ζωή εκεί; Εφόσον βλέπουμε σε όλο το έργο ότι έχει μια θέληση για ζωή... Οπότε θα τον ρωτούσα γιατί τελικά, κι αν χρησιμοποίησε ως δικαιολογία στα αδέλφια του την παραπάνω κουβέντα. Δηλαδή, έφτασε να είναι διοικητής σε νοσοκομείο στα 33 του. Είχε κάποια πληροφόρηση ιατρική που δεν τη μοιράστηκε ποτέ; Ότι θα αποτύχει, ότι έχει μεγάλα ποσοστά αποτυχίας; Δεν ήθελε να ξαναβάλει την οικογένειά του σε όλη αυτή τη διαδικασία με μεγάλο ποσοστό αποτυχίας; Δηλαδή πάλι ένα "ταξίδι"; Αυτό είναι το πρώτο που θα τον ρώταγα και το δεύτερο είναι, επειδή βλέπουμε στο έργο ότι δε χάνει ποτέ την πίστη του σε όλο το ταξίδι για την Αγγλία και είναι απόλυτα υποστηρικτικός κυρίως στα αδέλφια του, υπήρξε κάποια στιγμή που έχασε την πίστη του, απλά δεν το μοιράστηκε; Γιατί είχε παραπάνω το να μην το δείξει στα αδέλφια του ή να μην τα επηρεάσει; Καθώς ήταν ο μεγάλος αδελφός, οπότε εννοείται πως επηρέαζε και τη βλέπουμε αυτή τη σχέση ανάμεσα στα τρία αδέλφια. Ακόμα και τα αληθινά αδέλφια που ήρθαν, μας είπαν ότι τον είχαν σαν πρότυπο. Και φαίνεται στο έργο αυτό. Οπότε θα τον ρώταγα, έχασες ποτέ έστω ένα δευτερόλεπτο την πίστη σου; Ότι να τα παρατήσω εδώ, δεν αντέχω άλλο, δε θα φτάσουμε... Αυτά τα δύο θα τον ρωτούσα.


Θέατρο, Το αγόρι με τις δύο καρδιές
Έλενα Μαρσίδου, Βαγγέλης Ζάπας | Φωτ.: Ασημένια Γαλάνη

Αν ήσασταν οι γονείς του και αντίστοιχα τα αδέλφια του, πώς θα αντιδρούσατε στην απόφαση να μην κάνει τη μεταμόσχευση; Με το λόγο που φαίνεται στο έργο τουλάχιστον...


Έλενα Μαρσίδου: Ρωτήθηκαν...; Δεν ξέρω... Δε θα συμφωνούσα αν είχα δικαίωμα να πω τη γνώμη μου. Από την άλλη μεριά, δεν μπορώ να το δω μέσα στη ζωή. Το βλέπω αλληγορικά και μάλλον περισσότερο έτσι μπορώ να το αντιληφθώ. Δεν μπορώ να το αντιληφθώ αλλιώς.

Γιώργος Ψυχογιός: Δεν μπορείς να κάνεις κάτι σ’ αυτό. Αν η επιθυμία του ανθρώπου είναι αυτή... Εδώ έχουμε φτάσει να κάνουμε ευθανασία σε ανθρώπους και δεν επιτρέπεται. Και στο ζητάει ο άλλος, πέθανέ με. Και απαγορεύεται απ’ το νόμο. Δε θα ‘πρεπε να σεβαστούμε την άποψη του ασθενούς; Δε θέλει λοιπόν να κάνει την εγχείρηση. Μπορεί να τη φοβάται, δεν είναι κι εύκολη...

Έλενα Μαρσίδου: Δεν είναι ένας φίλος σου, δεν είναι το ίδιο. Είναι το παιδί σου! Είναι δυνατόν;

Βασίλης Τριανταφύλλου: Η επιλογή του να πας σε μεταμόσχευση έχει και τον κίνδυνο ενός πρόωρου θανάτου. Το να μην πετύχει. Οπότε ενδεχομένως να είναι κι αυτό μια επιλογή για ζωή, να ξέρει ο Χουσέιν, λόγω του ότι ήταν σε νοσοκομείο, ότι ο βαθμός επικινδυνότητας σε αυτή την εγχείριση είναι μεγάλος. Οπότε να επιλέγει το να πάμε όσο αντέξουμε. Και, ξέρεις, γνωρίζοντας ότι δεν το κάνεις ή ότι το τέλος έρχεται, ζεις πιο έντονα και πιο ουσιαστικά καμιά φορά. Παίρνοντας την απόφαση ότι εγώ δεν θα το κάνω αυτό και θα πάω όσο αντέξω, να γέμισε με ό,τι έζησε σε αυτό το χρονικό διάστημα.

Γιώργος Ψυχογιός: Ή αν σου πει ο γιατρός, να την κάνει την εγχείρηση, αλλά δεν θα πετύχουμε και πολλά πράγματα. Βάζεις τον άνθρωπο να τεμαχιστεί;

Βαγγέλης Ζάπας: Επίσης, να σημειώσουμε εδώ ότι ο Χουσέιν δεν είχε μια καρδιά, η οποία, στην πορεία, φερειπείν με καταχρήσεις, σιγά σιγά έφτασε να εξασθενήσει. Γεννήθηκε με μια άρρωστη καρδιά. Οπότε ήταν ήδη ένας οργανισμός ταλαιπωρημένος 33 χρόνια. Οπότε το σώμα, το οποίο έχει μια καρδιά, η οποία είναι μορφολογικά άρρωστη, επηρεάζει όλο τον οργανισμό. Οπότε 33 χρόνια σιγά σιγά το σώμα άρχισε να είναι αδύναμο. Άρα δε θα δεχόταν ίσως μια καινούρια καρδιά, δηλαδή είχε ήδη έναν αδύναμο οργανισμό 33 χρόνων. Και μ’ όλες αυτές τις ταλαιπωρίες.

Χρήστος Διαμαντούδης: Επίσης, απ’ ότι βλέπουμε και στο έργο, είναι ένας χαρακτήρας που γενικά δε ζητάει πράγματα. Δε ζήτησε να φύγουν, δε ζήτησε να γιατρευτεί. Οπότε είναι η μόνη του επιθυμία, στην πραγματικότητα. Κάποια στιγμή φτάνει να πει στα αδέλφια ότι «είναι η απόφασή μου και σας παρακαλώ να το σεβαστείτε όλοι αυτό».


Τι συναίσθημα σας μένει στην υπόκλιση; Η σκηνή στο τέλος με κάνει και βουρκώνω κάθε φορά που τη σκέφτομαι.


Βαγγέλης Ζάπας: Είναι μεταφυσική, ας πούμε... Ξέρεις γιατί σε κάνει και βουρκώνεις; Μας το λένε και πολλοί θεατές... Γιατί αυτή η σκηνή επί της ουσίας είναι ο φόρος τιμής στον αδελφό που πέθανε. Δηλαδή είναι το έναυσμα των αδελφών, των συγγραφέων, να γράψουν το έργο. Οπότε είναι η καρδιά του έργου αυτή η σκηνή! Από ‘κει ξεκινήσανε.

Έλενα Μαρσίδου: Εμένα το τέλος με πάει στην αρχή. Λες και είναι καταστασιακό. Αυτό το να παλεύουμε. Μαζί.

Χρήστος Διαμαντούδης: Εγώ νιώθω άδειος, μπορώ να πω. Ότι κάπως αδειάζω απ’ όλα, από σκέψεις, από ενέργεια, από όλες τις απόψεις. Σα να μηδενίζω και να πρέπει να βρω τρόπο να κάνω ένα restart.

Βασίλης Τριανταφύλλου: Όπως λένε και στο έργο, σ’ ένα σημείο, «είμαι ευγνώμων με αυτά που έχω». Στο τέλος, χρησιμοποιώντας αυτά τα λόγια που έχουν γραφτεί και αφηγούμενος αυτή την ιστορία, κι εγώ είμαι ευγνώμων που υπήρξα μέλος αυτής της παράστασης.

Γιώργος Ψυχογιός: Νιώθεις μια λύτρωση και το σώμα πια αναρρώνει μετά το χειροκρότημα. Αυτή είναι η μαγεία του θεάτρου. Το να παίζεις σε μια παράσταση που είσαι ψυχή τε και σώματι.


Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για το χρόνο σας και για την κουβέντα μας! Ελπίζω να τα ξαναπούμε σύντομα!





Ευχαριστούμε την φωτογράφο Ασημένια Γαλάνη για την δωρεάν φωτογραφική κάλυψη του ρεπορτάζ.

bottom of page