Όταν ακούς «Ίψεν», οι Βρυκόλακες είναι ίσως από τα πρώτα έργα που σου ‘ρχονται στο μυαλό. Δεν είναι τυχαία κλασικό άλλωστε το έργο, αλλά και ο συγγραφέας.
Η κυρία Άλβινγκ (Ναταλία Τσαλίκη) ετοιμάζεται για τα εγκαίνια του Ιδρύματος που έφτιαξε στη μνήμη του συζύγου της, λοχαγού Άλβινγκ. Ο γιος της, ο Όσβαλντ (Αργύρης Πανταζάρας), καταξιωμένος ζωγράφος που ζει από παιδί στο εξωτερικό, έχει επιστρέψει για την τελετή. Ο παλιός οικογενειακός φίλος και διαχειριστής του Ιδρύματος, Πάστορας Μάντερς (Περικλής Μουστάκης), έχει έρθει κι αυτός να εκφωνήσει λόγο για την προσφορά του λοχαγού Άλβινγκ. Όμως, κάτω από την αψεγάδιαστη, γυαλιστερή επιφάνεια, κάτι άρρωστο και σαθρό ελλοχεύει. Ένα κουβάρι από ψέμματα και μυστικά, προδομένους έρωτες, συγκάλυψη και υποκρισία αρχίζει να ξετυλίγεται σταδιακά, την ώρα που οι μάσκες σιγά-σιγά πέφτουν, ολόκληρο το οικοδόμημα της αγίας οικογένειας κλυδωνίζεται και τα φαντάσματα του παρελθόντος ξυπνούν.
Ο ίδιος ο Ίψεν είχε πει για το έργο: «Σε αυτό το έργο θα γνωρίσετε κάτι που αποκαλώ "Βρυκόλακες": νεκρές κουβέντες, που όμως επιστρέφουν μετά θάνατον εμποδίζοντας τον άνθρωπο να ζήσει τη ζωή του, με τον τρόπο που ο ίδιος επιθυμεί. Πολύ περισσότερο θα δείτε το μεγάλο κακό που μπορούν να προκαλέσουν οι εν λόγω "Βρυκόλακες"».
«Όλοι μας είμαστε Βρυκόλακες. Κι εμείς, όπως κι αυτοί, φοβόμαστε το φως».
Θα αναρωτιέστε τώρα γιατί ανατρέχω στα λόγια του ίδιου του Ίψεν... Μα γιατί αυτό το έργο είναι σαν να μας χτυπάει καμπανάκια, σαν να μας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την υποκρισία και τη σαθρότητα της σημερινής εποχής. Ίσως γι’ αυτό να είναι ένα επίκαιρο ανέβασμα αυτό στην κεντρική σκηνή του Εθνικού θεάτρου, σ’ αυτή τη μαγική σκηνή.
Ο Όσβαλντ επιστρέφει από την πόλη του φωτός (Παρίσι) για να βυθιστεί στο σκοτάδι, αναζητώντας το φως. Γι’ αυτό, αφού ρίξει τις κουρτίνες που κρατούσαν το σπίτι στο σκοτάδι, αναγκάζει τη μητέρα του, την κυρία Άλβινγκ, αφού έχει βγει και η ίδια στο φως, έχοντας φανερώσει τα δικά της μυστικά, να βυθιστεί κι εκείνη στο σκοτάδι. «Μητέρα, δώσ’ μου τον ήλιο», την παρακαλάει στην τελευταία σκηνή του έργου. Μόνο που ο «ήλιος» αποδεικνύεται και το σκοτάδι τους ταυτόχρονα. Αυτή είναι και η μοναδική στιγμή του έργου που η σκηνή φωτίζεται με μια έντονη και εκτυφλωτική λάμψη (εξαιρετικοί και ατμοσφαιρικοί οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη), καθώς οι κουρτίνες που έκρυβαν το φως πέφτουν αποκαλύπτοντας την κοινωνική υποκρισία, την άγνοια και την ανοχή-ενοχή των ηρώων. Ιδίως σε αυτό το μονόλογο, κατ' εμέ, ο Αργύρης Πανταζάρας δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας.
Κάνοντας μια αναγωγή στο σήμερα, ο καθένας μπορεί – και καλό θα ήταν – να σκεφτεί τη δική του - ατομική - άγνοια, τις δικές του αντίστοιχες ανοχές και ενοχές στην κοινωνική υποκρισία και να αναλογιστεί πώς θα τις αποτινάξει... Γιατί όλοι μας λίγο-πολύ αγνοούμε πολλά, είτε ηθελημένα είτε άθελά μας, κι έτσι μοιραία ίσως γινόμαστε, κοινωνικά τουλάχιστον, (συν)ένοχοι...
Πράγματι, λοιπόν, όλοι μας είμαστε "Βρυκόλακες". Αλλιώς δε θα φοβόμασταν το φως, την αλήθεια, δε θα ανεχόμασταν και δε θα ήμασταν ένοχοι για πολλά ως κοινωνία... Ας τα αναζητήσουμε λοιπόν, έτσι ώστε οι δικοί μας "Βρυκόλακες" να βγουν στην επιφάνεια και να φωτιστούν τόσο που να εξαφανιστούν!
Ανδρονίκη Προκόπη
Comentários