Παρακολούθησα την πολυσυζητημένη παράσταση του Εθνικού Θεάτρου "Goodbye Lindita" στην Κεντρική Σκηνή του Κτιρίου Τσίλλερ και βίωσα μια έντονη εσωτερική, αισθητηριακή εμπειρία. Το έργο αυτό, σε κείμενο και σκηνοθεσία του Μάριο Μπανούσι αποτελεί μία ιδιόμορφη εικαστική performance, ένα είδος οικείο για τον ίδιο, καθώς είναι ένας δημιουργός που έχει παρουσιάσει κι άλλες performance.
Πρόκειται για ένα δράμα, βασικός άξονας του οποίου είναι ο θάνατος και η διαχείριση της απώλειας. Η απώλεια είναι ένα ζήτημα πραγματικά δύσκολο για τον άνθρωπο που μας απασχολεί όλους. Στο εν λόγω έργο, το ενδιαφέρον είναι περιτριγυρισμένο γύρω από τον θάνατο και την απώλεια μίας νεαρής κοπέλας, της Lindita. Μάλιστα, ο Μπανούσι έχει αναφέρει για εκείνη ότι ο ρόλος της είναι αναφορά στη μητριά του. Ο βασικός λόγος για τον οποίο το "Goodbye Lindita" ξεφεύγει από τα καθιερωμένα είναι η απουσία κειμένου και κατ' επέκτασιν λόγου, καθώς η παράσταση είναι βουβή. Στην αρχή, ο θεατής παραξενεύεται που κανένας ηθοποιός δε μιλά, έπειτα όμως συνηθίζει σιγά σιγά στη σιγή, που ξεδιπλώνεται με έναν πολύ όμορφο τρόπο.
Οι ηθοποιοί εμφανίζονται σταδιακά στη σκηνή και συνεισφέρουν ο καθένας με τον δικό του, μοναδικό τρόπο. Πρόκειται για μία μεγάλη οικογένεια, που αποτελείται από τους γονείς, τις αδερφές και ορισμένα άλλα άτομα που πενθούν τον χαμό της Lindita. Η Χρυσή Βιδαλάκη (μάνα) και ο Μπάμπης Γαλιατσάτος (πατέρας), ως γονείς της Lindita, εκφράζουν μέσα από το παίξιμό τους τον βαθύ πόνο που μόνο οι γεννήτορες μπορούν να συναισθανθούν. Η μάνα μέσα από την ένταση του βλέμματος και τις κινήσεις του σώματός της αποτυπώνει τη γονεϊκή φροντίδα, που συμπληρώνεται άψογα από τον πατέρα. Στην οικογένεια περιλαμβάνονται και οι αδερφές Εριφύλη Κιτζόγλου, Κατερίνα Κρίστο, και Βασιάνα Σκοπετέα, οι οποίες φέρνουν στο προσκήνιο τη νεότητα και πενθούν τη Lindita που έφυγε άδοξα. Πολύ ταλαντούχες και οι τρεις, ξεχωρίζουν για τη λιτότητα και την ταυτόχρονη δυναμική στις υποκριτικές τους δεξιότητες. Φαίνεται σαν να χάνουν ένα δικό τους κομμάτι με την απώλεια της Lindita. Άξια αναφοράς είναι και η Ελένη Άμπια Νζάνγκα, μία ηθοποιός που συμβόλιζε την Παναγία. Είναι και εκείνη εξαιρετική και συνιστά μία πολύ ιδιαίτερη προσθήκη στο σκηνικό της απώλειας. Επίσης, ο Μάριο Μπανούσι κατέχει κι εκείνος έναν ρόλο στην παράσταση, αυτόν του φίλου της οικογένειας. Προσεγγίζει με σοβαρότητα τη συνθήκη και συμμετέχει στην πένθιμη διαδικασία με γόνιμο τρόπο.
Η πρωταγωνίστρια Lindita (Αλεξάνδρα Χασάνι) οργανώνει και κινεί με έναν τρόπο όλη την παράσταση γύρω από την παρουσία της. Με μία ιδιαίτερη, βαθιά γήινη εξωτερική εμφάνιση και το γυμνό της σώμα καταφέρνει να αποτυπώσει τον χαμό και τη νομοτέλεια του θανάτου, που δε λογαριάζει νεότητα, ομορφιά και κάθε άλλο αγαθό.
Εν συνεχεία, δε γίνεται να μην αναφερθώ στο απέριττο και πολύ στοχευμένο σκηνικό, που αποτελείται από ένα φέρετρο και λίγα ακόμη αντικείμενα. Το σκηνικό πλαισιώνεται υπέροχα από τις μετρημένες και λεπτές κινήσεις του θιάσου. Ο κάθε ηθοποιός ξεχωριστά μέσα από τη γλώσσα του σώματός του δίνει τον παλμό στην οδυνηρή συνθήκη του αποχαιρετισμού. Μάλιστα, σύσσωμος ο θίασος στο τέλος απαλλάσσεται από τα ρούχα του, βοηθώντας έτσι το κοινό να συντονιστεί με την αλήθεια και την ωμότητα του θανάτου, του σώματος που γερνά, που αποσυντίθεται, που πεθαίνει.
Μιλάμε για θεατρικό έργο που ζωντανεύει ένα απόκοσμο, αλλά καθόλα αληθινό σκηνικό. Η εντυπωσιακή μουσική που "ντύνει" τη θεατρική πραγματικότητα είναι του ταλαντούχου Εμμανουήλ Ροβίθη, ο οποίος μέσα από τις νότες του προκαλεί συναισθήματα δέους, δημιουργώντας χώρο ώστε κι εμείς ως θεατές να γίνουμε συναισθηματικά συμμέτοχοι στο δρώμενο. Τέλος, με την πολύτιμη αρωγή του σπουδαίου Τάσου Παλαιορούτα που επιμελείται τους φωτισμούς, ο κάθε ηθοποιός αλλά και όλοι μαζί, μέσα σε εξήντα μόλις λεπτά πραγματικού χρόνου υλοποιούν αυτή την εικαστική performance που αξίζει το βλέμμα κάθε θεατή που αναζητά μια πραγματικά μεστή, ζωντανή και καθόλου εφησυχαστική θεατρική εμπειρία.
Επί πτυχίω φοιτήτρια Τμήματος Θεατρικών Σπουδών ΕΚΠΑ
Σχόλια